ξυνοικησις

ξυνοικησις
    ξυνοίκησις
    συν-οίκησις
    -εως ἥ (ион. dat. συνοίκησι)
    1) брачное сожительство Her.
    

τέν συνοίκησιν ποιεῖσθαι Plat. — заключать брак

    2) община, общество
    

πόλεων συνοικήσεις Plat. — городские поселения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξυνοικησις" в других словарях:

  • ξυνοίκησις — συνοίκησις , συνοίκησις cohabitation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»